Clive Staples Lewis: Ο πεζογράφος, ο ποιητής, ο κριτικός, ο φιλόσοφος

«Αν ψάχνεις για την αλήθεια, ίσως βρεις στο τέλος την ηρεμία·
αν ψάχνεις για την ηρεμία, δεν θα βρεις ούτε την ηρεμία ούτε την αλήθεια»
C. S. Lewis

 

Το να είναι κανείς δοκιμιογράφος, ποιητής ή πεζογράφος είναι κάτι. Άλλο πράγμα όμως είναι να είναι αποδεκτός και ευχάριστος στο αναγνωστικό κοινό.

Το να είναι πολυσχιδής και πολυτάλαντος λογοτέχνης είναι κάτι το σημαντικό. Άλλο πράγμα όμως είναι να είναι δόκιμος σ’ όλους τους τομείς που επιδίδεται. Είναι σπάνιο φαινόμενο να είναι κανείς εγκρατής και επιδέξιος χειριστής του λόγου, ασχολούμενος με όλα τα είδη του. Λίγοι αποτελούν εξαίρεση, διαψεύδοντας το λατινικό ρητό: Non multa sed multum (όχι πολλά, αλλά πολύ). Μια τέτοια εξαίρεση, αποτελεί ο διακεκριμένος Ιρλανδός στην καταγωγή λογοτέχνης Clive Staples Lewis που δεν πρέπει να συγχέουμε με τον Σινκλαίρ Λιούις (Νόμπελ λογοτεχνίας 1930).

Ποιος όμως υπήρξε ο C. S. Lewis και τι έργο μας άφησε;

***

Ο συγγραφέας γεννήθηκε το 1898 στο Northern της Βόρειας Ιρλανδίας.

Σπούδασε φιλολογία με υποτροφία στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και μετά τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο δίδαξε κατ’ αρχάς στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, και το 1954 έγινε καθηγητής της αρχαίας αγγλικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ. Στη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου έγινε γνωστός και δημοφιλής, γιατί έδινε ραδιοφωνικές ομιλίες σε θέματα πίστης, με σαφήνεια και πειστικότητα. Θα περίμενε κανείς ότι ο Lewis σαν καθηγητής της αγγλικής φιλολογίας, θα είχε αποκλειστικά ενδιαφέροντα μόνο γύρω από την ειδικότητά του. Και είναι γεγονός ότι στη διάρκεια της ζωής του μελέτησε πολύ φιλοσοφία και αγγλική φιλολογία. Κλασικό στο είδος του παραμένει το έργο του: «Αγγλική φιλολογία στον Ι6ο αιώνα». Μένει όμως έκπληκτος, όταν πληροφορηθεί ότι στη διάρκεια της όχι και τόσο μακρόβιας ζωής του (πέθανε το 1963 σε ηλικία 65 ετών) υπήρξε πολυγραφότατος με μια καταπληκτική ποικιλία θεμάτων και ενδιαφερόντων.

Απ’ τον κάλαμό του, άνθισαν και εκκολάφθηκαν βιβλία (με ρυθμό ενός ή και περισσοτέρων κάθε χρόνο) μιας πλατιάς γκάμας και ποικιλίας: νουβέλες, παιδικά βιβλία, ποίηση, φιλολογική κριτική, θεολογία, φιλοσοφικά δοκίμια κ.ά. Τα βιβλία αυτά, μερικά απ’ τα οποία θα εξετάσουμε παρακάτω, κυκλοφόρησαν σε χιλιάδες αντίτυπα, σε πολλές εκδόσεις, μεταφράστηκαν σε πάρα πολλές γλώσσες και έγιναν μπέστ-σέλερ.

***

Ξεκινώντας απ’ το μυθιστορηματικό του έργο, έχουμε να σημειώσουμε τα εξής τρία πιο γνωστά μυθιστορήματά του: To Out of the Silent Planet (1938) το Perelandra (1943), και το That Hideous Strength (1945). Και στα τρία τούτα έργα, ο συγγραφέας, επικαλύπτει με ευστροφία και δεξιοτεχνία, με χριστιανικό επενδύτη, έναν εξω-χριστιανικό μυθοπλαστικό κόσμο. Το έργο του «Επτά χρονικά της Νάρνια», έγινε ενθουσιωδώς δεκτό στην Αγγλία από το αναγνωστικό κοινό, και κατατάχθηκε ανάμεσα στα κλασσικά παιδικά αναγνώσματα. Ήδη, μερικώς, έχει μεταφραστεί και στην ελληνική το έργο αυτό, από τη Τζένη Μαστοράκη.

Παράλληλα, από νωρίς, ο Lewis επιδίδεται στην ποίηση. Το πρώτο του ποίημα δημοσίευσε το 1913 σε σχολικό περιοδικό, σε ηλικία 14 ετών. Αλλά την πρώτη του συλλογή με λυρικά ποιήματα και με τίτλο «Πνεύματα σε δουλεία» την εκδίδει το 1919, ενώ στα 1926, ακολουθεί το «Ντάιμερ» ένα μακρύ αφηγηματικό ποίημα που αποκαλύπτει το ταλέντο του στον ιδεαλισμό και στη σάτιρα. Και τα δύο ποιητικά του έργα τα εξέδωσε με το ψευδώνυμο Clive Hamilton. Άλλα ποιήματά του δημοσιεύτηκαν στο Oxford Magazine με το καινούργιο του ψευδώνυμο «Nat Wilk», και αργότερα, παρουσίασε ανάμεσα στα 1946 - 1954 ποιήματα στο περιοδικό Punch.

Από την ποίηση του Lewis, που περιστρέφεται περισσότερο γύρω από μεταφυσικά και υπαρξιακά θέματα, αναδύεται ένας νηφάλιος λυρισμός σε συνδυασμό μ’ έναν ρεαλισμό που συναρπάζει, και αποκαλύπτει, μια διάνοια και καρδιά με ισχυρή χριστιανική πίστη. Στο «Εσπερινό τραγούδι» διαβάζουμε τους επόμενους ωραιότατους στίχους:

Όλη μας την ψυχή σε Σένα ξαναδίνουμε,
σε Σένα ολόκληρη την ψυχή μας,
γιατί σ’ εμπιστευόμαστε ότι θα τη φροντίσεις μέσα από τις θανατερές της ώρες
και όλη νύχτα θα την ξαναφτιάξεις
καθ ομοίωσίν Σου δίχως σκληρότητα
κι έπειτα με την Αυγή θα την ξυπνήσεις
και τη δύναμή της θα της ξαναδώσεις.

Μετά τον θάνατό του εκδόθηκε ποιητική του συλλογή με τίτλο «ποιήματα» (1964). Οι διορθώσεις στα κείμενά του, οι διαγραφές στα ποιήματά του και οι αλλαγές τίτλων, δείχνουν ότι ήταν άνθρωπος αυστηρός με τον εαυτό του και είχε αξιώσεις για την ποίηση που σεβόταν απεριόριστα. Ιδού ακόμα ένα δείγμα της ποιητικής του γραφής, που μεταφράζω ίσως κάπως πρόχειρα:

Οι πιστοί δεν στοχεύουν
στην πίστη τους
αλλά στον Θεό.

Όποιος αγαπά
δεν στοχεύει στην αγάπη
αλλά στον άνθρωπο που αγαπά.

Ποτέ μην αποβλέπετε
το αληθινό σας εγώ να βρείτε
ή να επαληθεύσετε.

Θα μπορούσατε να δοκιμάσετε παρόμοια
τα δικά σας μάτια να δείτε,
ή τη μύτη σας να οσφρανθείτε.

***

Στον τομέα όμως που ο C. S. Lewis υπήρξε απαράμιλλα δεξιοτέχνης και καθόλα αξιοζήλευτος είναι ο τομέας της κριτικής μελέτης και του φιλοσοφικού δοκιμίου.

Σαν κριτικός, εκτός απ’ τα άλλα μικρά κριτικά του σημειώματα, άφησε μια κλασική εργασία για το κορυφαίο έργο του μεγάλου Άγγλου ποιητή Τζον Μίλτον με τίτλο: «Εισαγωγή στον Απολεσθέντα παράδεισο» (1941).

Σαν στοχαστής και μελετητής ο Lewis ξεκινώντας από τον αθεϊσμό της νεαρής ηλικίας του (ηλικία των αμφισβητήσεων όπως έχει χαρακτηριστεί) μεταστρέφεται σιγά-σιγά, με την πάροδο του χρόνου σε πιστό, περνώντας από τον ιδεαλισμό και τον θεϊσμό, για να αγκυροβολήσει στο λιμάνι της χριστιανικής πίστης.

Ο συγγραφέας μεταστρέφεται στη χριστιανική πίστη, και θα ’λεγε κανείς, τούτο έγινε ως αποτέλεσμα της μακρόχρονης έρευνας του και της συγκριτικής μελέτης στη φιλοσοφία και στα ιερά κείμενα ανατολικών λαών και φυσικά της ίδιας της Βίβλου. Αλλά περισσότερο, ως αποτέλεσμα της εμβίωσης των χριστιανικών αρχών. Τη μεταστροφή του αυτή την περιγράφει με παραστατικό τρόπο στο έργο του «Κατάπληκτος από χαρά» που είναι ένα είδος αυτοβιογραφίας.

Σαν στοχαστή τον συγγραφέα μας τον απασχολεί το πρόβλημα της ύπαρξης του κακού και του πόνου, που φαινομενικά είναι ασυμβίβαστα με την έννοια και ύπαρξη ενός υπέρτατου - αγαθού δημιουργού της χριστιανικής ομολογίας. Ο Lewis μας δίνει στα 1940 τη μελέτη του «Το πρόβλημα του πόνου», όπου ανατέμνει με βαθύ στοχασμό και εκπλήσσουσα οξύνοια, το αρχαίο τούτο πρόβλημα που συμπορεύεται με το πρόβλημα της θεοδικίας* καταλήγει στο πόσο υπεύθυνος για τον πόνο και τη θλίψη είναι ο ίδιος ο άνθρωπος, ο οποίος απλώς θερίζει ό,τι σπέρνει. Ενώ αναζητεί επίμονα το άλλοθι, εδώ και αιώνες σπέρνει άνεμο και θερίζει ανεμοστρόβιλο... Ο Lewis, συμπεραίνει ότι το κακό είναι ένα παράσιτο, όχι κάτι το αυθεντικό. «Η κακία, αν την καλοεξετάσει κανείς, αποδεικνύεται πως είναι το κυνήγι ενός αγαθού με εσφαλμένο τρόπο... οι δυνάμεις που επιτρέπουν στο κακό να συνεχίζει να υπάρχει είναι δυνάμεις που του έχουν δοθεί από το αγαθό».

Το 1941 βλέπει το φως της δημοσιότητας ένα μικρό σε έκταση βιβλίο, αλλά μεγάλο σε βάθος και στοχασμό. To Screwtape letters (Γράμματα του τυλιχτή). Κάτω απ’ αυτό τον πρωτότυπο τίτλο κρύβεται μια πρωτότυπη εργασία που μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες, κυκλοφόρησε σε εκατομμύρια αντίτυπα και προξένησε έκπληξη σ’ όλο τον κόσμο. Στο ενδιαφέρον αυτό έργο ο Lewis αποδεικνύεται βαθύς γνώστης της Αγ. Γραφής, μύστης της χριστιανικής πίστης και δεινός ψυχολόγος και ηθικολόγος. Το έργο αυτό μεταφράστηκε και στην ελληνική γλώσσα με τον τίτλο «Η τακτική του διαβόλου» (1974) σε μετάφραση του Α. Θηβαίου.

Στα 1943 ο Lewis εκδίδει το βιβλίο του «Η κατάργηση του ανθρώπου», στο οποίο δείχνει τη λογική και κοινωνική αναγκαιότητα για την ύπαρξη μιας κανονιστικής ηθικής, δηλ. μιας μη αυτόνομης ανθρώπινης ηθικής, αλλά μιας ηθικής στηριγμένης σε αρχές με αιώνιες, πανανθρώπινες, αδιάφθορες απ’ τον χρόνο αξίες.

Το έργο όμως που αποκαλύπτει την ισχυρή ερευνητική ιδιοφυΐα και την οξεία στοχαστική διάνοια του Lewis είναι η μελέτη του πάνω σ’ ένα θέμα που πάντοτε μαγνήτιζε τη σκέψη των ανθρώπων και απασχολεί το μυαλό του κάθε προβληματιζόμενου σύγχρονου ανθρώπου. Το έργο του Miracles: A preliminary study (Θαύματα, Μία προκαταρκτική σπουδή) που είδε για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας το 1947, παραμένει ως σήμερα κλασικό, ένα απ’ τα καλύτερα στο είδος του. Εκδόθηκε σε αρκετές εκδόσεις, μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες, και χαρακτηρίστηκε από την κριτική ως «έξοχο βιβλίο» (Observer) και, το «πιο επιβλητικό έργο του ποιητή και φιλόσοφου» (Church Times). Γραμμένο με γλαφυρότητα, απλότητα, σαφήνεια και πειστικότητα επιχειρημάτων, ο Lewis στη περισπούδαστη αυτή μελέτη - πραγματεία, ερμηνεύει το φαινόμενο του θαύματος σαν μιαν έκφραση της υπερ-φυσικής δυνάμεως δια του φυσικού κόσμου.

Το θαύμα, σύμφωνα με τον συγγραφέα, τελείται από την υπέρλογη οντότητα σε μεγάλες ιστορικές περιστάσεις, σε μεγάλες περιόδους της πνευματικής ιστορίας. Γι’ αυτό ο Θεός «<δεν ρίχνει θαύματα στη φύση, σα να κουνά μια πιπεριέρα...». Ο συγγραφέας δείχνει αφ’ ενός μεν τη δυνατότητα και πιθανότητα τελέσεως γνησίων θαυμάτων ανάμεσα στον αισθητό μας κόσμο, αφ’ ετέρου δε ότι το θαύμα ως φαινόμενο είναι ένα ουσιώδες στοιχείο της χριστιανικής πίστης που ακριβώς διαφέρει από τις άλλες αρχαίες παγανιστικές θρησκείες και τους μυστικισμούς της Ανατολής, στο ό,τι εκείνες είναι μυθικές δοξασίες ή απλές ηθικοδιδασκαλίες και επιταγές του ευ και ορθώς ζην που μπορούν να λειτουργήσουν και να υπάρχουν, ανεξάρτητα από τα ιστορικά γεγονότα. Ενώ η Χριστιανοσύνη υπάρχει και λειτουργεί γύρω από ένα υπερ-φυσικό πρόσωπο.

Η Χριστιανοσύνη είναι μια ιστορική θρησκεία, μια εξιστόρηση, μια καταγραφή έργων και λόγων μέσα στον κόσμο από αυτόπτες μάρτυρες· είναι, το «Ευαγγέλιο» ή Ευ-αγγελία, τα χαρμόσυνα νέα. Και τούτο σε αντίθεση με τις ανατολικές θρησκείες που δέχονται τον χρόνο και τον κόσμο σαν μιαν αυταπάτη και επομένως γι’ αυτές δεν υπάρχουν νέα. «Σ’ όλη μου τη ζωή - γράφει ο Lewis - διαβάζω ποιήματα, μυθιστορήματα, οραματιστική λογοτεχνία, θρύλους και μύθους. Ξέρω πως είναι. Και σαν ιστορικός της λογοτεχνίας είμαι πεπεισμένος ότι τα Ευαγγέλια δεν είναι λεζάντες και δεν μπορούν ν’ ανήκουν σ’ αυτό το είδος. Σ’ αυτά γίνεται χρήση ονομασιών και χρονολογιών με τις οποίες η εξιστόρηση καθηλώνεται μέσα στον ιστορικό χώρο. Οι μύθοι - κι οι πιο καλύτεροι απ’ αυτούς - είναι ακαθόριστοι. Όποιος αναγνώστης δεν το βλέπει, απλούστατα δεν έχει μάθει να διαβάζει. Μόνο πριν από έναν αιώνα εμφανίστηκε στη λογοτεχνία το ρεαλιστικό μυθιστόρημα με τους διαλόγους». Ο Lewis προβάλλει έναν αξιοσημείωτο συλλογισμό. Συχνά λένε οι άνθρωποι για τον Ιησού: «Είμαι έτοιμος ν’ αποδεχθώ τον Ιησού ως ένα μεγάλο ηθικό διδάσκαλο, αλλά δεν αποδέχομαι τον ισχυρισμό Του ότι είναι Θεός. Αυτό ακριβώς δεν πρέπει να πούμε. Ένας άνθρωπος που ήταν απλώς ένας άνθρωπος και είπε αυτού του είδους τα λόγια που είπε ο Ιησούς δεν θα ήταν ένας μεγάλος ηθικός διδάσκαλος. Είτε θα ήταν τρελός, όπως ακριβώς ο άνθρωπος εκείνος που λέει ότι είναι ένα βραστό αυγό, είτε θα ήταν ο διάβολος της κολάσεως. Θα πρέπει λοιπόν να επιλέξεις. Είτε αυτός ο άνθρωπος ήταν και είναι ο Υιός του Θεού, είτε ήταν ένας τρελός ή κάτι ακόμα χειρότερο. Μπορείς να Τον φιμώσεις ως ανόητο, μπορείς να Τον φτύσεις και να Τον σκοτώσεις ως δαίμονα, ή μπορείς να πέσεις στα πόδια Του και να Τον ονομάσεις Κύριο και Θεό. Ας μη μένουμε όμως με την ανόητη εντύπωση ότι ήταν ένας μεγάλος διδάσκαλος. Αυτή τη δυνατότητα δεν την άφησε ανοικτή. Δεν είχε ποτέ τέτοια πρόθεση».

Σε μια σειρά άλλων δοκιμίων του που εκδόθηκαν το 1955 και πρόσφατα μεταφράστηκαν στη γλώσσα μας, εμφανίζεται σαν ένας σοβαρός μελετητής και χαρισματούχος απολογητής της χριστιανικής πίστης, με έναν τρόπο που λίγοι μπόρεσαν να επιτύχουν μέχρι σήμερα. Διαβάζοντας τέτοιου είδους μελέτες ο αναγνώστης χαίρεται το βάθος της σκέψης μαζί με την απλότητα και τη σαφήνεια. Το τελευταίο μάλιστα βιβλίο του που αποτελείται από μια σειρά μικρών δοκιμίων (ομιλίες του συγγραφέα από τον αγγλικό ραδιοφωνικό σταθμό στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου) ο Charles W. Colson, σύμβουλος του πρώην Αμερικανού Προέδρου Ρ. Νίξον, χαρακτήρισε ως «κεφάλαια που διεπέρασαν την πανοπλία πίσω απ’ την οποία ασυνείδητα κρυβόμουνα για 42 χρόνια».

***

Το πρωτότυπο έργο του Lewis και η καθαρή φιλοσοφική και ηθική σκέψη του, ήταν εκείνες που τον έκαμαν να καθιερωθεί ως ένας από τους πιο έξοχους φιλοσόφους της θρησκείας, ένας από τους «οξύτερους θρησκευτικούς διανοητές του καιρού μας» (Expository Times). Γι’ αυτό το Πανεπιστήμιο του Αγ. Ανδρέα του απένειμε τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορα της θεολογίας, ενώ το 1948 έγινε μέλος της Βασιλικής Εταιρίας Γραμμάτων και το 1955 της Βρεταννικής Ακαδημίας.

Εκτός από τα παραπάνω έργα ο Lewis έγραψε κι άλλες ενδιαφέρουσες μελέτες και εργασίες, μεταξύ των οποίων το «Σκέψεις επί των Ψαλμών» (1958) και το «Η αλληγορία της αγάπης» μια μελέτη που αποτέλεσε σταθμό στο είδος της και απέφερε στον συγγραφέα το βραβείο Hornden. Σ’ ένα άλλο έργο του με τον τίτλο «Οι τέσσερις αγάπες» (1960) ο συγγραφέας αναλύει θαυμάσια την εννοιολογική τετραπλή διάκριση των αρχαίων Ελλήνων για την αγάπη (εράν, φιλείν, αγαπάν, στέργειν).

Η μεγάλη επιτυχία του Lewis συνίσταται σε τούτο:

Είχε την ασυνήθιστη ικανότητα ν’ ασχολείται με δύσκολα θέματα, αλλά να τα παρουσιάζει με απλότητα και χιούμορ, με μια γλώσσα χωρίς επιστημονική ορολογία, μια γλώσσα που είχε τη σφραγίδα της δικής του αξιοπιστίας. Είχε το σπάνιο χάρισμα, όπως σημείωσε ο C.E. Joad, να κάνει «την ευθύτητα ευανάγνωστη». Και όπως παρατήρησε ο φιλόσοφος Josef Pieper, «ο αναγνώστης γινόταν σύντροφος ενός ήρεμου συνομιλητή».

Θα ήταν ευχής έργο να μεταφραστούν τα σπουδαιότερα έργα του Lewis και στη γλώσσα μας, όπως έχει γίνει και σε πολλές άλλες γλώσσες, ώστε να μπορεί ο Έλληνας αναγνώστης να έρθει σε άμεση επαφή με τη λαγαρή σκέψη και το γνήσιο λογοτεχνικό ταλέντο του. Με το ταλέντο ενός συγγραφέα που υπήρξε ταυτόχρονα έξοχος φιλόλογος, φιλόσοφος, κριτικός, απολογητής, ποιητής και εξαίρετος πεζογράφος.

Ήδη έχουν μεταφραστεί τα τελευταία χρόνια «Το πρόβλημα του πόνου» (2004), και το 1999 το βιβλίο του «Χριστιανισμός απλώς» (Mere Christianity) (Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα). Από το τελευταίο, παραθέτω μια σκέψη του Lewis, ως ακροτελεύτια, χαρακτηριστική πάντως του πνεύματος του συγγραφέα. «Κανείς δεν ονομάζει μια γραμμή τεθλασμένη, παρά μόνο εάν έχει κάποια ιδέα για το πως μοιάζει μια ευθεία γραμμή... Ο αθεϊσμός αποδεικνύεται πολύ απλοϊκός. Αν το σύμπαν στο σύνολό του δεν έχει κανένα νόημα, δεν θα διαπιστώναμε ποτέ ότι δεν έχει κανένα νόημα: όπως ακριβώς, εάν δεν υπήρχε φως στο σύμπαν κι ως εκ τούτου πλάσματα με μάτια, ποτέ δεν θα ξέραμε ότι είναι σκοτάδι. Το σκοτάδι θα ήταν μια λέξη δίχως κανένα νόημα... Στην πραγματικότητα, η πραγματικότητα είναι κάτι που δεν θα μπορούσες να το έχεις σκεφτεί. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που πιστεύω στον Χριστιανισμό».

Οι πιο πρόσφατες αναρτήσεις